σκαμπιλίζω

σκαμπιλίζω
μετ. давать пощёчину, оплеуху

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκαμπιλίζω" в других словарях:

  • σκαμπιλίζω — Ν [σκαμπίλι] μτφ. δίνω σκαμπίλια σε κάποιον, χτυπώ κάποιον με την παλάμη στο πρόσωπο, χαστουκίζω, ραπίζω …   Dictionary of Greek

  • σκαμπιλίζω — ισα, μπατσίζω, χαστουκίζω: Μετάνιωσε που σκαμπίλισε το μαθητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαμπίλισμα — το, Ν [σκαμπιλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαμπιλίζω …   Dictionary of Greek

  • μπατσίζω — μπάτσισα, μπατσίστηκα, μπατσισμένος, χαστουκίζω, σκαμπιλίζω: Μια φορά με μπάτσισε ο πατέρας μου γιατί του είχα πει ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»